Tag Archives: Κοινωνία και τέχνη

Ο θάνατος των θεών

Από την συνέντευξη της Ιρίνα Αλεξάντροβνα Αντόνοβα, Προέδρου του Μουσείου Πούσκιν της Μόσχας στο λογοτεχνικό περιοδικό “Ρώσος πιονιέρος”, 9.3.2016

Στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα  μια τεράστια ιστορική περίοδος στην τέχνη, αυτή που ξεκίνησε με την Αναγέννηση, έφθασε στο τέλος της. Σήμερα είμαστε μάρτυρες μιας πραγματικά μεγάλης κρίσης στην τέχνη. Και αυτή η κρίση μπορεί να διαρκέσει περισσότερο από έναν αιώνα. Βέβαια, η τέχνη πέρασε από κρίσεις πολλές φορές: κατά την μετάβαση από την Αρχαιότητα στον Μεσαίωνα, από τον Μεσαίωνα στην Αναγέννηση. Και τώρα, έχοντας διαρκέσει σχεδόν ολόκληρο τον 20ο αι.  αυτή η κρίση είναι πιθανό να συνεχιστεί και τον 21ο αιώνα.

Συχνά με ρωτούν: τι αντιπροσωπεύει το Μαύρο Τετράγωνο του Μαλιέβιτς; Και απαντώ : Πρόκειται για μια διακήρυξη : “Παιδιά, όλα τελείωσαν”.  Με τα λόγια αυτά ο Μαλιέβιτς σωστά συνόψισε την πλήρη παραμόρφωση και διάλυση που αντικατοπτριζόταν μέχρι τότε στον Κυβισμό.  Αλλά είναι δύσκολο να συμβιβαστεί κανείς με αυτήν την διαπίστωση.  Γι’ αυτό εμφανίστηκε ο ντανταϊσμός κι  ο σουρεαλισμός με το σκεπτικό : «ας αφήσουμε τα συστατικά του κόσμου να συγκρουστούν σε έναν παράλογο συνδυασμό – και κάτι μπορεί να προκύψει». Και πηγαίνοντας παρακάτω και παρακάτω, προέκυψε στην τέχνη η εννοιολογική προσέγγιση και το έργο “καρχαρίας στην φορμόλη”.  Αυτά όμως δεν είναι παρά ασκήσεις γύρω από το κενό : τι να κάνουμε, ώστε να προκαλέσουμε έκπληξη και να καλύψουμε το κενό.

Τον 18ο αιώνα ξεκίνησε σε παγκόσμιο επίπεδο μια διαδικασία, την οποία αποκαλώ “Ο θάνατος των Θεών” .  Αυτό συνέβη επειδή ο παράγοντας – μυθολογία έπαψε να αποτελεί το κύριο περιεχόμενο και να επηρεάζει τις εικαστικές τέχνες.  Η εποχή της μεγάλης τέχνης, όπως την ξέραμε, έχει τελειώσει. Βλέπουμε να καταστρέφονται αξίες, όπως η αισθητική, το πνεύμα, η τέχνη ως ιδανικό και υψηλό παράδειγμα, προς το οποίο πρέπει να τείνει να προσεγγίσει ο άνθρωπος συνειδητοποιώντας την ανθρώπινη ατέλειά του.

Ίσως και τον 30ο αι. είναι δυνατόν να ζωγραφίσουμε έναν πίνακα με τίτλο “Η εμφάνιση του Χριστού στον λαό”, όμως δεν θα έχει τίποτε κοινό με τον ομώνυμο πίνακα του 19ου αι.  του Αλεξάντρ Ιβανόφ.

Επίσης δείτε την Σόνια, την ηρωίδα του Ντοστογιέφσκι στο “Έγκλημα και τιμωρία”.  Παρ’ όλο που ζει σε ακραίες συνθήκες, διατηρεί το αγγελικό ύψος του πνεύματος. Αλλά στην εποχή μας και συνεπακόλουθα στην τέχνη, το Πνεύμα καθίσταται περιττό και ως εκ τούτου η τέχνη παύει να είναι αυτό που ήταν πάντα : διάλογος με τον κόσμο.

Στον κόσμο τόσο τώρα, όσο και στο προβλέψιμο μέλλον, έμεινε μόνο η πραγματικότητα σαν τοίχος, σαν ένας σωρός από τούβλα, που μας τον δείχνουν λέγοντας : αυτή είναι τέχνη.  Δείχνουν έναν καρχαρία στην φορμόλη, αλλά αυτό προκαλεί μόνο αηδία, δεν μπορεί να προκαλέσει άλλο συναίσθημα, δεν αναδεικνύει τίποτα υψηλόφρον, τίποτε ιδανικό.

Πώς να οικοδομήσουμε τον κόσμο γύρω από την απουσία ιδανικών; Δεν είμαι προφήτης, αλλά μου είναι σαφές ότι τα έργα που παρουσιάζουν πια στις biennale δεν θα υπάρχουν για πολύ. Οι ταριχευμένοι καρχαρίες και τα πρόβατα δεν αποτελούν μορφή τέχνης. Είναι μια χειρονομία, μια δήλωση, αλλά όχι τέχνη.

Από την άλλη πλευρά όμως, δεν αποδέχομαι και την άποψη ότι η μεγάλη τέχνη έχει χαθεί για πάντα. Είναι αδύνατο να το αποδεχτούμε αυτό. Κάτι θα προκύψει, οπωσδήποτε. Προς το παρόν υπάρχει και θα υπάρχει για μεγάλο χρονικό διάστημα – ένας αιώνας αναπαραγωγών, ένας αιώνας μη-άμεσης επαφής του θεατή με το έργο τέχνης. Για παράδειγμα, ακόμη και την μουσική την ακούμε μέσω των ακουστικών. Η αίσθηση που αποκτούμε δεν είναι καθόλου ίδια με αυτήν της ζωντανής ακρόασης. Η αναπαραγωγή είναι ατελής, αφού δεν αναπαράγει καν το μέγεθος του πρωτοτύπου, για να μην θίξουμε άλλα σχετικά πράγματα.

Το αντίγραφο του Δαυίδ του Μικελάντζελο σε μικρότερο μέγεθος δεν είναι ίδιο με το πρωτότυπο, ούτε η αίσθηση είναι η ίδια. Συχνά οι άνθρωποι, έχοντας παρακολουθήσει ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα για μια έκθεση, λένε : «Γιατί πρέπει να πάμε, αφού είδαμε τα πάντα;». Και αυτό είναι απογοητευτικό, γιατί στην καλύτερη περίπτωση η μετάδοση θα αποτυπώσει την πλοκή και το θέμα, αλλά δεν θα δώσει στον  θεατή την δυνατότητα να παρατηρήσει ο ίδιος.

Σταδιακά, οι άνθρωποι ξεσυνηθίζουν να επικοινωνούν απευθείας με τα έργα τέχνης. Δυστυχώς, παρά τον τουρισμό και την ευκαιρία να δούνε πρωτότυπα έργα, οι νέες γενιές θα χρησιμοποιούν όλο και περισσότερο μόνο αντίγραφα, χωρίς να συνειδητοποιούν ότι υπάρχει τεράστια διαφορά ανάμεσα στο αντίγραφο και το πρωτότυπο. Η διαφορά αφορά στα πάντα : στο μέγεθος, το υλικό, τον τρόπο δημιουργίας, το χρώμα, το οποίο δεν μεταφέρεται επαρκώς, τουλάχιστον ακόμη. Η πινελιά, το λούστρο, ακόμη και το μαύρισμα, το οποίο με την πάροδο του χρόνου μπαίνει στο κάδρο, είτε πρόκειται για μάρμαρο είτε για χαλκό και ούτω καθεξής. Αυτή η αίσθηση χάνεται εντελώς με την αναπαραγωγή.

Δεν είμαι μυστικίστρια, αλλά η δύναμη που βάζει ο καλλιτέχνης, δουλεύοντας το έργο του, μερικές φορές για πολλά χρόνια, προσδίδει στο έργο μια συγκεκριμένη ακτινοβολία. Αυτή η πληρότητα του έργου μεταδίδεται μόνο κατά την άμεση επαφή με το πρωτότυπο. Το ίδιο ισχύει και με την μουσική. Η ακρόαση μουσικής σε αίθουσες συναυλιών και η αναπαραγωγή της ακόμη και με τα πιο σύγχρονα μέσα δεν συγκρίνονται, και δεν επιδρούν με τον ίδιο τρόπο στις αισθήσεις. Και φυσικά δεν αναφέρομαι στο κομμάτι του κοινού που διαβάζει τον «Πόλεμο και ειρήνη» σε περίληψη των 100 σελίδων.

Με την σύντμηση, την απλοποίηση, την απουσία ήχων φοβάμαι ότι η ανθρωπότητα θα ζήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα. Θα είναι απαραίτητο να εκπαιδεύσουμε ξανά τον άνθρωπο για να κατανοήσει ότι του είναι απαραίτητο το πρωτότυπο έργο τέχνης ως ζωντανή πηγή, για να καταφέρει να διατηρήσει ακέραια την ζωντάνια της συναισθηματικής του ζωής.

Ήμουν πολύ μικρή, όταν ο πατέρας μου μου έδωσε να διαβάσω Ντίκενς. Θυμάμαι πώς έκρυβα κάτω από το μαξιλάρι μου το βιβλίο και ανάβοντας το φως, όταν η μητέρα μου έφευγε από το δωμάτιο, διάβαζα τη νύχτα. Γιατί; Για να συμπάσχω με τους ήρωες. Ένιωθα μια τεράστια συμπάθεια για τον Nell και τον παππού που έπρεπε να φύγουν από την πόλη. Και ήταν ένα γλυκό συναίσθημα συμπάθειας. Και σκόπιμα – ομολογώ – το ξαναδιάβαζα για να μου προκαλέσει ξανά την ίδια συγκίνηση. Θα είναι άραγε κάτι τέτοιο εφικτό στο παιδί του μέλλοντος, που θα διαβάζει από μια οθόνη;  Δεν ξέρω. Θα ανταμειφθεί άραγε με κάτι άλλο σε αντάλλαγμα για αυτή την απώλεια; Το ελπίζω.

Η δύναμη της τεχνολογίας θα οδηγήσει στο γεγονός ότι τα πάντα θα περιοριστούν στη λήψη πληροφοριών. Άραγε το άτομο του μέλλοντος θα είναι σε θέση να αντιληφθεί το βάθος, να κατανοήσει την ουσία, ειδικά όταν δεν είναι προφανής;

Προκειμένου το περιεχόμενο της τέχνης να είναι προσιτό στους ανθρώπους του μέλλοντος, πρέπει να γνωρίζουμε τα σημαντικά έργα ζωγραφικής, να διαβάζουμε τα μεγάλα έργα της λογοτεχνίας – έχουν τόσα να πουν! Ένα σημαντικό λογοτεχνικό έργο, όταν διαβάζεται εκ νέου σε διαφορετικά στάδια της ζωής ενός ανθρώπου, του αποκαλύπτει νέες πλευρές. Γνωρίζω πολλούς ανθρώπους που ξαναδιαβάζουν τα μεγάλα έργα. Όμως θα υπάρχουν όλο και περισσότεροι άνθρωποι που δεν θα ξαναδιαβάσουν ποτέ ούτε τον Πούσκιν, ούτε τον Λέρμοντοφ, ούτε τον Γκαίτε, ούτε τον Τόμας Μαν. Επίσης η δυνατότητά μας να κατανοήσουμε την ποίηση εξαφανίζεται σιγά-σιγά.

Δεν μπορώ να προβλέψω τις αλλαγές σε όλο τους το μέγεθος. Αλλά ξέρω ότι η ανάγκη για τέχνη, για αυτήν την αισθητικά ιδεατή ανθρώπινη δραστηριότητα, θα εμφανιστεί ξανά και θα είναι έντονη. Βέβαια, δεν γνωρίζουμε ακόμη με ποια μορφή θα επανέλθει στους ανθρώπους  η ανάγκη αυτή . Και ξέρετε πώς καταλήγω σε αυτό το συμπέρασμα; Στο γεγονός ότι οι άνθρωποι συνεχίζουν να ζωγραφίζουν τοπία, να γράφουν ποίηση, αν και ανίκανοι και ασήμαντοι για να παράγουν κάτι σημαντικό, αλλά αυτή η ανάγκη συνεχίζει να υπάρχει. Ένα μικρό παιδί αρχίζει πάντα με το να ζωγραφίζει την μητέρα του, όταν μπορέσει θα γράψει «μητέρα» και μετά θα σχεδιάσει ένα σπίτι δίπλα του, επειδή ζει σε αυτό. Μετά, ο ίδιος θα συνθέσει ένα τραγούδι, θα σπρώξει το δάχτυλό του στα πλήκτρα και θα παίξει μια μελωδία.

Πρωτόγονος άνθρωπος έπλασε την Αφροδίτη του Βίλλεντορφ με δυνατές γραμμές, σαν την Γη που γεννά. Στη συνέχεια αυτή μετατράπηκε στην Αφροδίτη της Μήλου, στην Ολυμπία του Μανέ ή την Μάχα του Γκόγια. Και όσο έχουμε δύο χέρια, δύο πόδια, όσο βαδίζουμε όρθιοι και σκεφτόμαστε, θα εξακολουθήσουμε να νιώθουμε την ανάγκη για την τέχνη.  Αυτό είναι έμφυτο στην ανθρώπινη φύση και όλα θα παραμείνουν έτσι, εφόσον κάτι δεν στραβώσει εντελώς.  Και έως ότου εμφανιστούν οι νέοι Rublev, Leonardo, Caravaggio, Goya, Manet, Picasso, δεν χρειάζεται να είμαστε ανήσυχοι, η ανθρωπότητα έχει δημιουργήσει τόσο υψηλή τέχνη που της αρκεί για να πορευθεί.

Έτσι έτυχε και η ειδικότητά μου σαν ιστορικού της τέχνης προϋποθέτει την ύπαρξη ενός ιστορικού οράματος. Στην ιστορία υπήρξαν περίοδοι που όλα φαίνονταν ότι φθάνουν στο τέλος, αλλά ξαφνικά εμφανίζονταν νέοι άνθρωποι και κάτι συνέβαινε. Σ’ αυτό πρέπει να προσβλέπουμε.

Η αδιαφορία προς την τέχνη είναι πολύ εμφανής σήμερα. Ο πολιτισμός δεν υποστηρίζεται, δεν βοηθιέται ακόμη κι αν είναι για να πεθάνει. Απλώς, τον αγνοούν εντελώς. Ταυτόχρονα, υπάρχουν πολλοί που προσποιούνται πολύ έξυπνα και συνεχώς φωνάζουν: πνευματικότητα, πνευματικότητα. Αλλά η πνευματικότητα δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο στην θρησκευτική συμπεριφορά. Είναι αδύνατο να μην καταλαβαίνουμε ότι η κακή εκπαίδευση, παρά τις δυνατότητες του διαδικτύου, αυξάνει μόνο την ευθραυστότητα του πολιτισμού στο σύνολό του.

Κάποτε με ρώτησαν αν συμφωνώ με την υπόθεση, που προέρχεται από τον H. G.Wells και τους αδελφούς Strugatsky, σχετικά με τη μελλοντική διαίρεση της ανθρωπότητας σε ανθρώπους και ανθρωποειδή. Δεν θα το συζητούσα σοβαρά, αλλά ένα πράγμα είναι σίγουρο: ο άνθρωπος κουβαλά πολλά σκουπίδια, πρέπει να απαλλαγεί από αυτά, από το ηθικό τέλμα, την επιθετικότητα. Διαφορετικά θα είναι αδύνατο να επιζήσει. Είναι αδύνατο να ζήσει κανείς χωρίς την ικανότητα να χαίρεται, να θαυμάζει, να αγαπά, να ενδιαφέρεται για την ομορφιά και να την διατηρεί στην ψυχή του. Εργαστείτε με τον εαυτό σας. Είναι δύσκολο, εντάξει, αλλά, προς το παρόν έχουμε χρόνο ακόμη.

 

Πηγή :  “Русский пионер” №62.
Μετάφραση – Επιμέλεια κειμένου : M.Θεολογίδου